H MΑΡΙΛΕΝΑ ΦΩΚΑ ΣΚΙΑΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ!!!!

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ “ΛΑΜΠΡΗΣ” ΚΑΙ ΤΗΣ “ΑΠΟΚΕΡΑΣΙΑΣ” , ΤΟ ΦΩΣ, ΤΑ ΚΕΡΙΑ, ΤΑ ΑΥΓΑ ΚΑΙ ΟΙ ΧΟΡΟΙ
Της Μαριλένας Φωκά (ΜΑ), κριτικού τέχνης & λογοτεχνίας
Το Πάσχα είναι μια γιορτή συνυφασμένη με το φώς. Ονομάζεται αλλιώς και Λαμπρή, ή Λαμπροφόρα καθώς μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Θεανθρώπου, αλλά και όλων των ανθρώπων και συνοδεύεται με την λήψη του Αγίου Φωτός. «Το φως, τα παλαιότερα χρόνια, παραγόταν με το άναμμα της φωτιάς. Σαν πολιτισμικό στοιχείο, στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας στον Ελλαδικό χώρο σαν έθιμο, ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές. » Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται ανά την Ελλάδα φωτιές με ξύλα. Στην Κύπρο, την ώρα των Δώδεκα Ευαγγελίων ανάβονται φωτιές με χοντρούς κορμούς πεύκων, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία και τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τις φλόγες και καίνε το μάρτη που φορούν στο χέρι. Από αυτήν τη στάχη και με άλλα ξύλα ανάβουν την επομένη φωτιά για το κάψιμο του Ιούδα. Αυτά τα έθιμα είχαν και μια πρακτική σημασία καθώς αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα κεριά από μελισσοκέρι του επιταφίου, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε ή έριχνε χαλάζι άναβαν το κεριά αυτά παρακαλώντας να σταματήσει το κακό. Κυρίως όμως, το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στα ταξίδα τους για να προστατευτούν από τις θύελλες. Τα λευκά κεριά οι λαμπάδες, εθυμοτυπίκά στολισμένα με λουλούδια και κορδέλες. δωρίζονται από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στην μνηστή τους. Γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς ως κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός που εξακολουθεί να ισχύει. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή την φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία παίρνοντας μαζί τους τα αβγά του Καλού Λόγου, δηλ. αβγά κόκκινα για να διαβαστούν και να τσουγκρίσουν με αυτά το Χριστός Ανέστη. Στην Φθιώτιδα, την νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι. Στα Αγραφα ανάβουν φωτιές στα υψώματα των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό. Όταν ο ιερέας λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το φως το κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Αγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση. Μετά την Ανάσταση οι πιστοί που κάνουν κατάλυση πλέον σε όλα, απολαυμβάνουν το νυχτερινό γεύμα που είναι ελαφρύ και συμπεριελάμβάνει την καθιερωμένη μαγειρίτσα. Τα χορταρικά της (μαρούλι, άνηθος και φρέσκο κρεμμυδάκι) συμβολίζουν τα πικρά χόρτα, τα οποία έτρωγαν οι Εβραίοι εις ανάμνηση της πολυετούς σκλαβιάς τους από τους Αιγύπτιους. Πάσχα στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει έξοδος ή διάβαση και για τους Εβραίους αποτελεί εθνική γιορτή. Οι Χριστιανοί γιορτάζουν την Ανάσταση του Χριστού και το πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή. Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασιά), το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Η γιορτή κορυφονόταν με τελετουργικούς χορούς στους οποίους πρωτοχόρευε ο ιερέας και ακολουθούσαν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο κατά το έθιμο, χόρευαν στο κοιμητήριο γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι,κ.α. με την απονομή βραβείων.
(ΠΗΓΗ: Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραγίας, Νέος Κόσμος).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις